- πυγηδόν
- πῡγ-ηδόν, Adv.A tail foremost, ὑποχωρεῖν πάλιν π., of certain oxen, Arist.PA659a20 (nisi leg. παλιμπ.).II rump to rump, Id.HA539b22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγηδόν — tail foremost indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγηδόν — Α επίρρ. προς τα πίσω, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν (πρβλ. μολπη δόν)] … Dictionary of Greek
пятигуз — род. п. а ненадежный, непостоянный человек . Сложение из формы повел. накл. от пятить (см. пята) и гуз, т. е. пятящийся задом . Ср. греч. παλίνορσος пятящийся , (πάλιμ)πυγηδόν задом , франц. rесulеr отступать, пятиться : сul зад ; см. Френкель,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
παλιμπυγηδόν — (Α) επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)] … Dictionary of Greek